- γόνος
- Το προϊόν της γέννησης ή γονιμοποίησης, το τέκνο, ο απόγονος. Στα έντομα, γ. λέγονται τα αβγά τους, στα φυτά η γύρη των λουλουδιών και τα σπέρματα, στις μέλισσες όλες οι φάσεις της μεταμόρφωσης από το αβγό έως τη νύμφη, στα ψάρια το έκκριμα των αρσενικών ή τα ωάρια των θηλυκών, αλλά και τα ίδια τα ψάρια στην πολύ μικρή τους ηλικία. Ο γ. των ψαριών έχει ιδιαίτερη σημασία στη διατήρηση του είδους, τόσο στη φύση όσο και στην τεχνητή εκτροφή τους (ιχθυοτροφεία). Τα ψάρια στην περίοδο αυτή της ζωής τους έχουν μεγάλη ανθεκτικότητα και προσαρμόζονται εύκολα σε νέους όρους διαβίωσης. Ο γ. στις εχθρικές επιδράσεις του περιβάλλοντος επιβιώνει αντιτάσσοντας το μεγάλο του πλήθος.
* * *ο (AM γόνος, ο, Α και γοῡνος, ο και γόνος, η)1. παιδί, τέκνο2. σπέρμα, σπόρος3. γενιά, οικογένεια4. (για ψάρια) το σπερματικό έκκριμα τών αρσενικών και τα αβγά τών θηλυκών5. τα ψάρια αμέσως μετά την εκκόλαψη τους6. τα αβγά και οι προνυμφικές μορφές διαφόρων ζώων, Εντόμων, μελισσών κ.λπ.7. η γύρη τών λουλουδιώναρχ.1. οι καρποί τών φυτών2. η τεκνοποίηση3. τα γεννητικά όργανα.[ΕΤΥΜΟΛ. < *gon-, ετεροιωμένη βαθμίδα τού IE *gen- «γεννώ»].
Dictionary of Greek. 2013.